τοῦ Ὀρέστη Ἀλεξάκη
Ἀγαπημένα χρώματα τῆς γῆς
— μυστηριώδη νεύματα
τοῦ απείρου
@
Πρός τί λοιπόν ἡ θλίψη κι ὁ καϋμός;
Γέμισε πάλι φῶς
ὁ λίγος κῆπος
Ἔρωτα – κηπουρέ τῶν ἐγκοσμίων
@
Προσβλέπω
στην προσήνεια τῶν πουλιῶν
στῶν παιδικῶν πηγῶν
τη μνημοσύνη
@
Χρόνος
καθώς ἡ λάμψη τοῦ φτεροῦ
τόπος
καθώς ἡ πάχνη τῆς πρωΐας
@
Κι ἐσύ καρδιά μου πού
παραληρεῖς
συνεπαρμένη ἀπό βοή
καί μοίρα
@
Τοῦτος ὁ τόπος πάλι
σ’ἐγκαλεῖ
τοῦτος ὁ ἀγέρας
σε κατονομάζει
@
ἀπογραφή Ι
Ὁμολογεῖστε
κρύβετε νεκρούς
ἀποσιωπᾶτε τους
λησμονημένους
@
Ὀνόματα σπαρμένα στόν καιρό
σά στό γιαλό
γυμνά κελύφη ὀστράκων
@
Ὦ μνήμη
σπίτι που
μέ κατοικεῖ
μητέρα
πού το στῆθος μου θηλάζει
Χρόνε
θαλαμηπόλε τῆς ἀβύσσου
@
Κι΄ἂν τά κρυμμένα μᾶς
φανερωθοῦν
πόσοι θ΄ἀντέξουν τόση
φωταψία;
@
Σώματα πού ἡ σιωπή τ΄ἀποσαρκώνει
βλέμματα
πού ποτέ δεν ἐπιστρέφουν
@
Πατρίδα μου
πατρίδα τῶν νεκρῶν
τῶν κηδειῶν
και τῶν ἐπιταφίων