της Μιρέλας Λαμπιδώνη
Σανίδες είμαστε
που πλέουν κι επιπλέουν
τις παρασέρνει ο καιρός
ακούει τις ιστορίες
κάποιου καϊκιού
η πλώρη εσύ
κομμάτι εγώ μιας βάρκας
τους ψιθυρίζει η θάλασσα
μα πού καραβοκύρης…
τα χρώματα ξεφτίζουνε
λειαίνονται οι γωνίες.
Σανίδες είμαστε
τις μαλακώνει το νερό
τις νοστιμίζει η αλμύρα
τις περπατούν τ’απόγευμα
οι κουρασμένοι γλάροι
κι εκεί που απομακρύνονται
πάλι κοντά σιμώνουν
χτυπιούνται, χαϊδεύονται
λίγη μπογιά ανταλλάσσουν
κι ύστερα πάλι ο αφρός, το κύμα, ο αέρας
τις παρασέρνει μοναχές
σ’έρημες παραλίες
απάνω σ’ αμμουδιές ξανθές
σε βράχια σαν ξυράφια
ή σ’ άλλες θάλασσες μακριά
πελάγη πεινασμένα
να ξεβραστούν
να τις ακούς
να σου μιλούν για σένα…