
by Denise Levertov
This is the year the old ones,
the old great ones
leave us alone on the road.
The road leads to the sea.
We have the words in our pockets,
obscure directions. The old ones
have taken away the light of their presence,
we see it moving away over a hill
off to one side.
They are not dying,
they are withdrawn
into a painful privacy
learning to live without words.
E. P. “It looks like dying”-Williams: “I can’t
describe to you what has been
happening to me”-
H. D. “unable to speak.”
The darkness
twists itself in the wind, the stars
are small, the horizon
ringed with confused urban light-haze.
They have told us
the road leads to the sea,
and given
the language into our hands.
We hear
our footsteps each time a truck
has dazzled past us and gone
leaving us new silence.
Ine can’t reach
the sea on this endless
road to the sea unless
one turns aside at the end, it seems,
follows
the owl that silently glides above it
aslant, back and forth,
and away into deep woods.
But for usthe road
unfurls itself, we count the
words in our pockets, we wonder
how it will be without them, we don’t
stop walking, we know
there is far to go, sometimes
we think the night wind carries
a smell of the sea…
Σεπτέμβρης του 1961
της Ντενίς Λεβερντώφ, μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς
Είναι η χρονιά που οι παλαιοί
οι σπουδαίοι παλαιοί
μας αφήνουν μονάχους στον δρόμο.
Ο δρόμος οδηγεί στη θάλασσα.
Στις τσέπες μας έχουμε τις λέξεις,
δυσνόητες οδηγίες. Οι παλαιοί
αποστέρησαν το φως της παρουσίας τους,
το βλέπουμε να χάνεται πάνω στη μια πλαγιά
του λόφου.
Αυτοί δεν πεθαίνουν,
απλώς αποσύρονται
σε μια οδυνηρή ερημιά
μαθαίνοντας να ζουν δίχως τις λέξεις.
Ο Ε. Π. «Μοιάζει με θάνατο» -ο Ουίλλιαμς: «Δεν μπορώ
να σας περιγράψω αυτό
που μου συμβαίνει»-
Η Χ. Ν. «Ανήμπορη να μιλήσω».
Το σκοτάδι
στροβιλίζεται στον άνεμο, τα αστέρια
είναι μικρά, ο ορίζοντας
κυκλωμένος απ’ τη θαμπή πάχνη της πόλης.
Μας είπαν
ο δρόμος οδηγεί στη θάλασσα,
και έδωσαν
τη γλώσσα στα χέρια μας.
Εμείς ακούμε
τα βήματά μας κάθε φορά που κάποιο φορτηγό
μας τυφλώνει περνώντας και χάνεται
αφήνοντάς μας σιωπή καινούργια.
Δεν μπορείς να φτάσεις
στη θάλασσα απ’ αυτόν τον ατέλειωτο
δρόμο προς τη θάλασσα εκτός κι αν
τελικά στρίψεις, πιθανόν,
και ακολουθήσεις
την κουκουβάγια που σιωπηλά από πάνω του αιωρείται
πλαγίως, εμπρός και πίσω
και μακριά σε βαθιά δάση.
Αλλά για μας ο δρόμος
ξεδιπλώνεται μονάχος, μετράμε τις
λέξεις μες στις τσέπες μας, αναρωτιόμαστε
πως θα ‘ναι δίχως αυτές, δεν
σταματάμε να περπατάμε, γνωρίζουμε
πως έχουμε ακόμα πολύ δρόμο, άλλοτε πάλι
νομίζουμε πως ο άνεμος της νύχτας φέρνει
μια μυρωδιά από θάλασσα…
Σᾶς ἄρεσε;
Μοῦ ἀρέσει Φόρτωση σὲ ἐξέλιξη...