送别

魚玄機诗

秦楼几夜惬心期

不料仙郎有别离

睡觉莫言云去处

残灯一盏野蛾飞

Farewell

Poem of Yu Xuanji (魚玄機) translated by Hei Fengcong (黑瘋驄)           

At that dark table in Qin Tower, I had a happy time.

Surprising, that even immortal men take their leave.

Go to sleep. Don’t think about where the clouds will go.

Around this small broken lamp, my wild moth flies.

Ο αποχαιρετισμός

Ποίημα της Γιου Σουάντζι(魚玄機) σε μετάφραση Αγγελικής Ζαντέ (张天使)

Οι βραδιές στον Πύργο Τσιν περνούσαν εξαίσια,

μέχρι που ο αξιωματούχος απρόσμεν’ αποχώρησε,

αν δεν πω λέξη και πάω για ύπνο θα αλαργέψουν τα σύννεφα

κι ας φτερουγίζει ένας άγριος σκόρος γύρω απ΄την σπασμένη μου λάμπα.

Το ναυάγιο της Πύλου

της Αγγελικής Ζαντέ

Έγιν’ η θάλασσα κόκκινη

και το αίμα μπλε,

τα παιδικά τα κουβαδάκια

στον βυθό θάφτηκαν,

τα χάδια της μάνας και του πατέρα

κι αυτά, όλα χάθηκαν.

Κάπου περιπλανιέται

τυφλή η ανθρωπιά,

ο ξένιος Δίας έγινε

ο ντελάλης του ’70:

“πέντε κρίκοι ένα τάληρο,

πέντε κρίκοι ένα τάληρο, ελάτε”.

Ποιοί θεοί, ποιοί δαίμονες, ποιοί άνθρωποι;

Είναι πανάκριβη η παλιανθρωπιά,

στοιχίζει:

Τέσσερις χιλιάδες ευρώ

για μιά θέση στα σύννεφα

απόλυτα εξασφαλισμένη.

Θα πάω στον πλανήτη Άρη,

πιό φθηνό το εισητήριο,

μου λείπει όμως η στολή

και βάρυν΄ η ανάσα μου.

Μαρμάρινα σκαλιά

της Μιρέλας Λαμπιδώνη

Γλώσσες πυρόξανθες

του δειλινού χλωμά φανάρια

δειλά αργοσέρνονται και σουσουρίζουνε

στις ταπεινές υπόγειες κάμαρες του υπονόμου

στις άκριες του δρόμου με τις νερατζιές

εκεί, αγκαλιά με πεινασμένες σκιές

και φτερωτά αποφόρια θα βγάλουνε τη νύχτα

Θέλω καμιά φορά

ν’ αρπάξει ο αγέρας τα ξερά κίτρινα φύλλα

να τα στοιβάξει στις γωνιές πάνω απ’τις σχάρες

ο υπόνομος να πάψει να μιλά

κι εγώ να δω ξανά τι ήταν γραμμένο επάνω στα μαρμάρινα σκαλιά

θάταν θαρρώ φτωχός ο καλλιτέχνης

τόση σπουδή τόση δουλειά με τη γραφίδα

κι άφησε το έργο του να το ποδοπατούν περαστικοί κι ανόητοι σοφοί,

κυράδες και παιδιά σκυμμένα πλάσματα

που ψάχνουν δήθεν αιώνιες αρετές

λιώνουν βιβλία

κι όλο μιλούν

κι αναζητούν αλήθειες σκοτεινές και ξεχασμένες

σύμβολα ανύπαρκτα

ταιριάζοντας σκόρπια στα αρχαία κείμενα και στα ταρό

μερόνυχτα ίδρωνε ο ταπεινός

η πέτρα τον θυμάται

μα οι περαστικοί ξανά τυφλοί αιχμάλωτοι

στο υπόγειο μουρμουρητό τα προσπερνούνε

Πρώτη συνάντηση με έναν ελέφαντα

της Ελένης Κοσμά

_____

Aν δεν τον είχα δει εκείνη τη μέρα

σε κάποια έρημο ή σε ένα δάσος

ή στο μπαλκόνι του σπιτιού μου

-αδύνατο να θυμηθώ-

θα ήμουν βέβαιη πως μοιάζει αλλιώς.

Όταν με κοίταξε δειλά

μισοκρυμμένος πίσω από

κάτι ξερόχορτα

ή πλατσουρίζοντας σε ένα βάλτο

ή πίσω από τη βουκαμβίλια

που είχα μόλις πέρυσι φυτέψει

είδα

ένα

μικρό

ζώο

εμφανώς ταλαιπωρημένο

από την αϋπνία

εμφανώς καταρρακωμένο

από το σισύφειο μαρτύριο

να ταξινομεί

να οργανώνει

να αρχειοθετεί

κάθε ανάμνηση.

Παραμύθι

της Μιρέλας Λαμπιδώνη

Είμαι ένα αγόρι

που σιωπηλά κυνήγησε μια πεταλούδα

μα σαν την έφτασε

είδε μονάχα ένα σκουλήκι με φτερά

_____

Είμαι ένας τζίτζικας

που πρόφτασε να πιάσει το τραγούδι

μα έσφαλλε την εποχή

φωτιά ήτανε, δεν ήταν καλοκαίρι

_____

Είμαι μια μακρινή θεά

που κρύβεται απ’ τον ήλιο

ένα ειδώλιο πήλινο

σ’ ανίερο τόπο ξεχασμένο

_____

Είμαι μια ευχή που χώρεσε

σε γυάλινο μπουκάλι

μα σφραγισμένη θα χαθεί

σε ένα βουνό σκουπίδια

_____

Είμαι μια εικόνα που φιλούν

προσκυνητές με σέβας

μα σαν τη δουν προσεκτικά

στα ηδονικά του Διόνυσου προσεύχονται τα γένια

_____

Είμαι μια αγάπη εφηβική

που μέθυσε στους όρκους

μα σαν τη βρήκε η αυγή

οι όρκοι γίναν φυλακή και τα φιλιά αέρας

_____

Είμαι η πριγκίπισσα που δάγκωσε το μήλο

κείνο που η Εύα είχε φυλάξει για μετά

γελάει ο όφις μου κρυμμένος στο βιβλίο

με προσκαλεί ειρωνικά

_____

Είμαι ένας άνεμος σε κήπο με ροδόδενδρα

μα να τ’ αγγίξω δεν μπορώ

μαδούν σαν πλησιάσω

_____

Είμαι νεράιδα από χαρτί

Θεός από ψαμμίτη

Είμαι μια τόση δα ψυχή

που στέγνωσε πια δίχως παραμύθι

Απνευστί

ΙΙΙ

της Μαρίνας Σπηλιωτοπούλου

___

Ένα ελεεινό φοιτητικό δωμάτιο

έχω όλο κι όλο.

50 τετραγωνικά.

Ενοίκιο 200€, χωρίς κοινόχρηστα.

Με θέα στον ακάλυπτο

και στις κιλότες της απέναντι.

Στο πάτωμα θα βρεις

τα μυστικά του μήνα.

Σκόνη,

Τρίχες γάτας,

λίγο σπέρμα από προχτές

και ψίχουλα απ΄τις αρχές.

Που έτρωγα ακόμη.

Όλο λέω θα κάνω μεταφύτευση στον βασιλικό.

Κι όλο το αναβάλλω.

Με έχει ρουφήξει αυτό το ρημαδιασμένο τετράδιο

που όλο σαρώνω απεγνωσμένα δήθεν ποιήματα.

Ολάκερη η περιουσία μου

τούτο το δωμάτιο.

Με καταθλιπτικό μωσαϊκό,

άπλυτα πιάτα στον νεροχύτη

και τοίχους χάρτινους.

Ο δίπλα δέρνει τη γυναίκα του.

Δεν θα τον πετύχω καμία μέρα στις σκάλες;

Θα τον λιανίσω.

Κι εκείνα τα μαλακισμένα απογεύματα.

Που ακούω καταπιεσμένα

βογγητά απελπισίας

νοικοκυρών.

Ε, κι αυτά θα τα λιανίσω.

Βλέπεις, φταίνε

που μέρα με τη μέρα

βλέπω την πόλη να πνίγεται στον εμετό της.

Και το δωματιάκι μου

πλημμυρίζει ξερατά.

Paul Klee – Movement of Vaulted Chambers

της Αγγελικής Ζαντέ αφιερωμένο στο έργο του Πάουλ Κλέε

Στολίζω το σκήνωμα

βάφω τα νύχια

βαδίζω ξυπόλυτη στα καρφιά,

νωχελικά,

χωρίς φόβο,

κοιτώντας κατάματα την αλήθεια.


Αν οι νέοι βαδίζουν γρήγορα

είναι γιατί ο χρόνος τους κυλάει αργά; Επιταχυνόμενος.

Αν ο καιρός αγρίεψε

είναι γιατί όλα γεμίζουν έντομα πιά;


Α! Ήθελα να σε ρωτήσω:

Είσαι ξύπνιος;

Τεχνητά γέλια

της Αγγελικής Ζαντέ

Φυλακίστηκαν οι Ερινύες

κι οι Χετταίοι πνίγηκαν στην Βιλούζα.

Ρώτησα τον Ζήση, τον Χαράλαμπο και τον Κώστα:

Πού πάτε;

Πού πάτε;

Σήμερα έχει κρύο!

Τα χέρια μου, τα πόδια μου κρυώνουν

είναι τ΄ αρχέγονο κρύο

που ποτίζει τη γης με πόνο,

είναι τα δάκρυα των οικογενειών και των παιδιών

που δεν θα στεγνώσουν ποτέ!

Ζεστό το φαΐ

έμεινε στον φούρνο,

το τζάκι σίγησε

κι ο γάιδαρος γκαρίζει σιωπηλά, από ντροπή

μην τύχει και τον ακούσει κανείς:

Ακούει κανείς;

Ακούει κανείς;

Αιώνες παγωμένης γης

αιώνες έλλειψης ατμόσφαιρας.

Βρισκόμαστε στον Άρη

χοροπηδώντας ανέμελα

με ανήκουστα τεχνητά γέλια.

Χαχαχα αχχα

Χαχαχα αχχα

Τί κρίμα!

Ματώνει η πατρίδα μου

της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, απόσπασμα

Ματώνει η πατρίδα μου, ματώνει κι η ηλιαχτίδα που

ενώ κάθε πρωί αντάμωνα, έχει μαυρίσει πια…

Στα χέρια ενός τέρατος με έχεις συ αφήσει,

βόηθα ο θεός μας κάποτε, εμέ να συγχωρήσει…

Μεγαλύτερη αμαρτία δεν υπάρχει, από γυναίκα παντρεμένη

να ξενοκοιτά, έναν ξένο άντρα να περιμένει και γι αυτόν ν΄αγκομαχά…

Δεν φταίω εγώ που η καρδούλα μου πονά…

Δύσμοιρη Ελλάς, καημένη μου, έχουμε κακοπάθει,

κι εγώ κι εσύ, κρυμμένη μου, αγάπη που εχάθη…

Σκλαβιά δικήμ΄, σκλαβιά δικής΄,

σκλαβιά του ήλιου, της αυγής…

Σκλαβιά όλου του κόσμου…

Για μια φορά, τον εαυτό μου θα λυπηθώ…

Εάν κάποια από μας, πατρίδα μου, μπορεί να σωθεί,

τούτη θέλω να΄μαι εγώ…

Η συνάντηση

της Αγγελικής Ζαντέ

ποίημα αφιερωμένο στην Μαρίτσα Τραυλού

Ήταν η ώρα έξι το απόγευμα

που το κουφό ψάρι συνάντησε

τον αναποφάσιστο βάτραχο.

Το ψάρι χωρίς πόδια, χωρίς χέρια

μόνο με πτερύγια, ανέπνεε με βράγχια

άκουγε κι ας ήταν κουφό.

Ο βάτραχος με στόμα γλυκό, κοινωνικό

ψηλά τα πίσω πόδια

αναποφάσιστα προσαρμοστικός.

Το τραπέζι της συνάντησης στρογγυλό

τα πιάτα πολύχρωμα, όμορφα

και το κρασί ξηρό.

Το γεύμα θεσπέσιο!

Τί κάνει ένα κουφό ψάρι

να πίνει κόκκινο κρασί;

Τί κάνει έναν αναποφάσιστο βάτραχο

να συναντά ένα κουφό ψάρι;

Η περιπλάνηση ξεκίνησε

από την πρώτη στιγμή:

Το ψάρι βγήκε έξω απ΄το νερό

κι ο βάτραχος ίσως να βράχηκε λιγάκι.

Μια σταλαγματιά γέλιο

Μια σταλαγματιά συγκίνηση.

Εκεί που τo παρελθόν,

το παρόν και το μέλλον

γίνονται ένα,

εκεί έγινε η συνάντηση.

Το ψάρι είπε:

Ο βάτραχος απάντησε:

Το ψάρι απάντησε:

Ο βάτραχος είπε:

Ποιος φανταζόταν μια τέτοια συνάντηση

όπου τα ψάρια να μιλούν

κι οι βάτραχοι να θέλουν ν’ ακούσουν;

κόαξ –  κόαξ.

Κόκκινα, μπλε χρώματα

χρώματα πράσινα, κίτρινα

ξεχύθηκαν στο πλάνο.

Ω! Ο κόσμος των χρωμάτων

αντικατοπτρίζει την ομορφιά των κινήσεων.

Ο κόσμος του ψαριού

είναι υδρόβιος

Ο κόσμος του βατράχου

αμφίβιος.

Ω! Τί όμορφος κόσμος

Ο κόσμος των χρωμάτων!

Έτσι η νύχτα τύλιξε νοσταλγικά

την λήξη της συνάντησης.

Το κουφό ψάρι καληνύχτισε

τον πολύχρωμο βάτραχο,

πήρε το αυτοκίνητό του

κι ανοίχθηκε στο πέλαγος.

Σήμερα-αύριο,  μα στα εγκαίνια

τα χρώματα θα ξεχυθούν

κι ελπίζουμε

να ιδωθούν απ΄ όλους.

Για κοίτα!

Ψάρια, Λεοπαρδάλεις,

Βάτραχοι, ελέφαντες και άλλοι

στέκονται στη σειρά.

Τί περιμένουν;

Πες μου!

曹植

煮豆燃豆萁,

豆在釜中泣。

本是同根生,

相煎何太急?

_____

Του Τσάο Τζί

μετάφραση στα ελληνικά της Αγγελικής Ζαντέ

Δύο φασόλια βράζανε στην ίδια κατσαρόλα

κι έτσι όπως δακρύζανε ένα τα είπε όλα:

“Αδελφέ! Φυτρώσαμε από την ίδια φασολιά

γιατί να βράζουμε ο ένας τον άλλον στη φωτιά;”

38 δαγκωματιές οχιάς

της Αγγελικής Ζαντέ

Φυτέψαμε τα δόντια της οχιάς στο χώμα

κι άνθισαν με μαύρα πέταλα.

Τα φίδια έφυγαν τυφλά κι απαίδευτα

για να στολίσουν με γραβάτες τα κοστούμια.

Παιδιά στο χώμα κείτονται

στο μίσος δεν φυτρώνουν μαργαρίτες.

Τα βάθρα που φτιαξες είν’ χάρτινα

Μην ανεβαίνεις.

Είν’άδειος ο τενεκές της κεφαλής σου,

κι οδυνηρός ο θόρυβος που κάνει.


Φοβάσαι

γι’αυτό σκοτώνεις.

Φοβάσαι

γι’αυτό φυτεύεις της οχιάς τα δόντια

Φοβάσαι

γι’αυτό κρύβεσαι πίσω απ’τα Ιερά & Όσια μαγαρίζοντάς τα.

Φοβάσαι

γι’αυτό στ’αρχαία κείμενα αποπατείς,

τάχεις ανέγγιχτα, αδιάβαστα και κακοποιημένα.

Φοβάσαι

γι’αυτό πρέπει να φτιάξεις βάθρο στον βόθρο σου.

Φοβάσαι

γι’αυτό συντάσσεσαι με τυρανόσαυρους

μικρό ποντίκι της συμφοράς.


38 δαγκωματιές οχιάς γεμάτες φόβο,

ένα παιδί νεκρό απ’της οχιάς το δηλητήριο,

ενώ ποντίκια, σκουλίκια, ύδρες κι αρπακτικά

βγαίνουν στο facebook απ’του μεγάλου φόβου τους

και της αμάθειάς τους την μαύρη

την πλατωνική σπηλιά,

επενδύοντας στο μίσος τη ζωή τους,

γονυπετώντας στα παλαιολιθικά Τοτέμ.


Τα κολεόπτερα

δεν βλέπουν, δεν ακούν

πετούν στη γη.

Πάρε κι εσύ φτερά,

μικρά/μεγάλα και πέτα αν μπορείς.

Κοίτα!

Από ψηλά ο άνθρωπος

δεν έχει χρώματα

δεν έχει ύψη

και δεν…φοβάται.


Ακούς;

Μικρό ασήμαντο φοβισμένο σκουλίκι,

που άδειασες

του φόβου σου το δηλητήριο

με 38 δαγκωματιές οχιάς

και δίνεις αίμα αντί για γάλα στα παιδιά σου.

Ακούς;

Ε; Ακούς;

Σου κλέψαν την ψυχή και το μυαλό

Σε τάισαν με γαϊδουράγκαθα

Σου πήραν ολότελα το πορτοφόλι

Σου διώξαν τα παιδιά για πάντα.

Όμως εσύ από φόβο

και αμάθεια

μ’ένα αλαλάζον πλήθος

ως κύμβαλον φοβισμένων χειροκροτητών,

σκότωσες και σκοτώνεις

για ένα γλειφιτζούρι.

Ένα κυκλάμινο

της Μιρέλας Λαμπιδώνη

Για δες

άνθισε στην αυλή μου ένα κυκλάμινο

ο κόσμος του όλος δυό πατημασιές

χώμα νωπό, βρεμένο του χειμώνα

μικρή ζωή

ένα μωβ φιλί

μια ταπεινή υπόσχεση

ανάστασης ελπίδα


Κοίτα ομορφιά που σκάρωσε

μια χούφτα γης

κι ένα κομμάτι σκότος

η χθόνια αόρατη ψυχή

το’στειλε με μια προσευχή

στο χρώμα του αμεθύστου

στον ουρανό να αναληφθεί

σπονδή αθώα στην ομορφιά

χλεύη στον άτοκο χειμώνα


Άκου πώς τραγουδάει το φως

στα πέταλα με σφρίγος

δοξάρι ο μίσχος λυγερό

και ο σκοπός αρχαίος

νότες κατρακυλούν στη γη

γόνιμο δάκρυ

δε θέλει τίποτα η ζωή

μια στάλα νοτισμένη γη

λιγάκι φως κι αγάπη

Καλό σαββατοκύριακο!

της Βάσως Γκαρίλα

Πέρασε η μπόρα δυνατή με συννεφιά κι αντάρα,
σκόρπισε τα νερά παντού με κεραυνούς αράδα.
Πήρε τις λάσπες της ψυχής και γέμισε τον τόπο.
Πάρε τη σκούπα , μάζευ τες , μη σκέφτεσαι τον κόπο
Και στα σκουπίδια πέτα τες , παντού να καθαρίσεις
Να μη γλιστράς στο διάβα σου , όρθιος να περπατήσεις.
Ο ουρανός καθάρισε, έβαλε τα καλά του,
στολίστηκε με χρώματα, πάνω στα γαλανά του
Κι εσύ μη σκυθρωπιάζεις πια, σήκωσε το κεφάλι,
κοίτα ψηλά, η ελπίδα σου φτεροκοπά και πάλι.

In Celebration of My Uterus

by Ann Sexton

Everyone in me is a bird.
I am beating all my wings.   
They wanted to cut you out   
but they will not.
They said you were immeasurably empty   
but you are not.
They said you were sick unto dying   
but they were wrong.
You are singing like a school girl.   
You are not torn.

Sweet weight,
in celebration of the woman I am
and of the soul of the woman I am
and of the central creature and its delight   
I sing for you. I dare to live.
Hello, spirit. Hello, cup.
Fasten, cover. Cover that does contain.   
Hello to the soil of the fields.
Welcome, roots.

Each cell has a life.
There is enough here to please a nation.
It is enough that the populace own these goods.   
Any person, any commonwealth would say of it,   
“It is good this year that we may plant again   
and think forward to a harvest.
A blight had been forecast and has been cast out.”
Many women are singing together of this:   
one is in a shoe factory cursing the machine,   
one is at the aquarium tending a seal,   
one is dull at the wheel of her Ford,   
one is at the toll gate collecting,
one is tying the cord of a calf in Arizona,   
one is straddling a cello in Russia,
one is shifting pots on the stove in Egypt,
one is painting her bedroom walls moon color,   
one is dying but remembering a breakfast,   
one is stretching on her mat in Thailand,   
one is wiping the ass of her child,
one is staring out the window of a train   
in the middle of Wyoming and one is   
anywhere and some are everywhere and all   
seem to be singing, although some can not   
sing a note.

Sweet weight,
in celebration of the woman I am
let me carry a ten-foot scarf,
let me drum for the nineteen-year-olds,
let me carry bowls for the offering
(if that is my part).
Let me study the cardiovascular tissue,
let me examine the angular distance of meteors,   
let me suck on the stems of flowers
(if that is my part).
Let me make certain tribal figures
(if that is my part).
For this thing the body needs
let me sing
for the supper,   
for the kissing,   
for the correct   
yes.

Χαράζει εδώ

της Μιρέλας Λαμπιδώνη

Χαράζει εδώ

με ξύπνησε τ’ ατέλειωτο τιτιβολόϊ

κι η αύρα η δρόσινη

που ακροπατάει στις φυλλωσιές

——

Τα ουράνια χρώματα αναδεύονται

πριν γίνουν μπλε

και τα παράθυρα

παίρνουν σειρά να ζωντανέψουν

του δρόμου καθώς χάνονται τ’ άσημα φώτα

ένα μυρμήγκιασμα ζωής

ένα βουητό θαρρείς απλώθηκε

σιγά-σιγά στην πόλη

γνώριμοι θόρυβοι και μυρωδιές

γνώριμη ασφάλεια

στην αγκαλιά της ζωηρής αγέλης

——

Μα εκεί αγάπη μου που ζεις εσύ

στης Καλυψώς τη μακρινή φωλιά που σε ξοδεύει

έχει ώρα που στα σκοτεινά

γυρνούν οι κουρασμένοι

σέρνοντας πίσω τους σπαράγματα

να’ χουν να πλέξουν ήσυχα στη σιγαλιά

της μέρας που’ φυγε το υφάδι

——

Τόσο μακρυά

τόσο κοντά

του άστρου μια γυροβολιά

——

Σαν πιάσω κάποια αχτίδα

θα τη φορτώσω με φιλιά

σα σηκωθείς

μια ολόχρυση πρωινή βροχή να σου τα παραδώσει 

Κράτησα τη ζωή μου

της Αγγελικής Ζαντέ, τίτλος από στίχο του ποιήματος «Επιφάνια, 1937» του Γιώργου Σεφέρη

Μες απ΄το αίμα βγαίνει η ανάσα του αύριο

κορμιά φυτεύουν στον χρόνο την ανυπαρξία και την συνέχεια

στα συρματένια σχοινιά και τις βυθισμένες βάρκες πέφτει ανθρώπινη η βροχή

τα φυτά ανθίζουν και καίγονται

κ’ανθίζουν πάλι με άλλα άνθη

που στους παλιούς μυρίζουν παράταιρα

Ακούω στο ράδιο μιά μουσική

ταράζομαι

Είχα να την ακούσω δέκα χιλιάδες χρόνια

Κάθε δέκα χιλιάδες χρόνια επανέρχεται: Ίδια;

Όχι! Με καινούρια συμπαντικά φορέματα

Όμως με ξαφνιάζει, με συνταράζει!

Ε! Μη σπρώχνεις…

Να! Βρήκα μιά θέση στο θέατρο σκιών

“Ο Καραγκιόζης κι ο καταραμένος Όφις”

AΧα Χα Χα Χα Χα Χα Χα Χα Χα

Αχ! Τελείωσε!

Βγήκα και πέταξα στην μουσική των άστρων

Με κλάμα, με θαυμασμό και με τραγούδι:

“Κράτησα τη ζωή μου”

Αντίο Μίκη

Ίσως γι΄αυτό πεθαίνουμε;

της Αντονέλλα Ανέντα από τη συλλογή Notti di pace occidentale, μετάφραση Αγγελικής Ζαντέ

Ίσως γι’αυτό πεθαίνουμε;

Επειδή ο υγρός αέρας των ημερών

ξαφνικά ανακινεί το χρόνο και του δίνει χώρο.

Επειδή το αόρατο,

η φωτιά των προσδοκιών πλαταίνει στον αέρα

και καίει αυτό που μας φαινόταν

η μόνη μας σοδειά;

————————————————————

Forse se moriamo è per questo?

di Antonella Anedda da Notti di pace occidentale

Forse se moriamo è per questo?


Perché l’aria liquida dei giorni


scuota di colpo il tempo e gli dia spazio


perché l’invisibile, il fuoco delle attese


si spalanchi nell’aria


e bruci quello che ci sembrava


il nostro solo raccolto?

Έτσι θα σε θυμάμαι μάνα μου

της Βάσως Γκαρίλα

Μια ζωή σκυμμένη στα χωράφια

να μη μας λείψει τίποτα.

Ώρες ατέλειωτες στη μηχανή να κεντάς ,

να μας στολίσεις τα σπίτια.

Την αυλή πλημμυρισμένη στα λουλούδια και στα χρώματα ,

την μπουγάδα να αστράφτει και τις πίτες σου περιζήτητες.

Δεν ξεχώρισες παιδιά, ούτε εγγόνια.

Δεν ξεχώρισες ούτε ανίψια.

Μας είπες παραμύθια, μας συμβούλεψες ,

μας μάλωσες , μας αγάπησες.

Το τελευταίο σου παράπονο ήταν,

που δεν είχες δύναμη να σηκωθείς και να χορέψεις.

Έτσι θα σε θυμάμαι μάνα μου, να χορεύεις …

κοιμήσου να ξεκουραστείς και

καλή αντάμωση…

Νύχτωσε

του Γιάννη Ρίτσου