του Κωστή Παλαμά
Ἔρρει τὰ θεῖα.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ (Οἰδίπους Τύραννος)
Στεριά, θάλασσα, θεοὶ γραφτὸ εἶναι νὰ χαθοῦνε.
ΙΝΤΙΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Αὐτὰ τὰ προσωρινὰ φαντάσματα ἐσὺ εἶσαι ποὺ τάπλασες.
LECONTE DE LISLE (Στερνὰ ποιήματα)
Ἔστησα κι ἀπ’ ὅσους τόπους πέρασα,
σὲ ναοὺς ἀγνάντια, τὸ τσαντήρι,
γνώρισα τὴν ἐκκλησιά,
τὸ τζαμί, τὸ μοναστήρι,
κι ἄλλαξα γοργὰ καὶ χτυπητὰ
λόγια μὲ πιστοὺς καὶ μὲ λευίτες,
μὲ εἶδαν ὀρθρινὸ οἱ βασιλικές,
καὶ ξενύχτισα σὲ λαῦρες καὶ σὲ σκῆτες·
καὶ παντοῦ, ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων τὰ συντρίμματα
ὡς τὴ μυριοστόλιστη παγόδα,
μύρισα κι ἀπόκοτα ξεφύλλισα
τῆς λατρείας ὅλα τὰ ρόδα.
Ξένος ἔμεινα κι ἀσκλάβωτος
ἀπὸ σέβας, δέηση, τάμα·
εἶμ’ ἐγὼ τῶν ἄθεων ὁ προφήτης
κι ἡ ζωή μου εἶναι τὸ θάμα·
καὶ μονάχα μιὰ φορὰ στὴν Πόλη μέσα
μ’ ἄγγιξε ἱερὴ κι ἐμὲ λαχτάρα·
καὶ μοῦ τήνε φύσηξες ἐσύ,
γύφτισσα γυναίκα ξεμαλλιάρα,
καὶ τὸ τρέξιμό σου τὸ τρελὸ
μέσ’ στὰ τρίστρατα καὶ μέσα στὰ καντούνια·
πίσω σου οὔρλιασμα σκυλλιῶν,
γύρω σου παιδιῶν πετροβολήματα,
κι ὄχλος, καὶ σοῦ χτύπαε τὰ κουδούνια·
πιὰ στιγμὴ νὰ σ’ ἔσπειρε βλαστήμιας,
ποιᾶς ὀργῆς βάσταξ’ ἐσένα μήτρα,
σκύβαλο τοῦ κόσμου κι ἀποκόμματο,
ποὺ εἶσαι ἡ Σίβυλλα, ἀπαρνήτρα;
Κι ἔκραζες βραχνά, − τὸ κράξιμό σου
δὲν μπορῶ νὰ τἀπολησμονήσω−
κι ἔκραζες: “Φωτιά! νὰ κάψω τὸν Παράδεισο!”
κι ἔκραζες: “Νερό! τὴν Κόλαση νὰ σβύσω!”
Μεγαλόπρεπα περάσματα
τῶν θεῶν ποὺ δὲν πιστεύω,
ἀπὸ σᾶς πιὸ μεγαλόπρεπος,
γαληνὰ σᾶς ἀγναντεύω.
Ἀπ’ τὰ δάση ὅταν ἀνάμεσα
κι ἀπ’ τὁλόπυκνο λογγάρι
μὲ περνάῃ σὲ ράχη ἀσέλλωτη
γοργὴ μούλα καβαλλάρη,
οἱ φτελιὲς καὶ τἀγριοπρίναρα
καὶ τὰ πεῦκα καὶ τὰ ἐλάτια
κι ὅλα τὰ δεντρὰ ζερβόδεξα
πηλαλᾶν κι αὐτὰ σὰν ἄτια,
κι αὐτὰ φεύγουν σὰν πετούμενα,
κι αὐτὰ κάνουνε σὰν κάποια
ξένα ἀγρίμια ἀνεμοπόδαρα
ταραμένα ἀπὸ δρολάπια.
Ὅσο θέλετε φαντάζετε
καὶ πλανεύετε τὰ μάτια·
μήτε ἀγρίμια ἀνεμοπόδαρα,
μήτε πετεινά, μήτε ἄτια!
Εἶμ’ ἐγὼ ποὺ τρέχω κι ὄχι ἐσεῖς,
τὰ ριζόδετα ἐσεῖς εἶστε,
φτάνει ὁ καβαλλάρης νὰ σταθῇ
γιὰ νὰ σταματῆστε!
Μεγαλόπρεπα τρεχάματα
τῶν θεῶν τῶν ἀθανάτων,
ὅπου καὶ ὅπως κι ἂν ὑπάρχετε,
ὦ ἐσεῖς, ἴσκιοι φαντασμάτων,
ὦ τῆς πλάνης γιγαντέματα,
θεοὶ ἐσεῖς, ἀλλοίμονό σας!
Ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ ἄλλος ὁ ἄνθρωπος
ξεκαβαλλικέψῃ ἐμπρός σας,
καὶ σταθῇ καὶ δῇ πῶς στέκεστε
σὰν τὸ δρὺ καὶ σὰν τὴ φτέρη
καὶ σταθῇ καὶ δῇ πῶς κρέμεστε
ἀπὸ τὸ δικό του χέρι,
καὶ γρικῶντας πὼς τοῦ κρύβετε
τὴν ἀέρινη τὴν ὄψη
κάποιων οὐρανῶν ὁλόβαθων,
πάρῃ καὶ σᾶς κόψῃ,
καὶ τὸν ἥλιο πὼς τοῦ κρύβετε
βλέποντας, καὶ γιὰ νἁνάψῃ
μιὰ φωτιὰ γιὰ φῶς, γιὰ ζέσταμα,
πάρῃ καὶ σᾶς κάψῃ!
Τέλους κανενός, καμιᾶς ἀρχῆς
τὴ δική μου γνώμη φράχτης
δὲν ὁρίζει· εἶμαι τοῦ Τίποτε
πανελεύτερος ὁ κράχτης.
Εἶμ’ ἐγὼ ποὺ σβύνω τὸ Γιατί
κι εἶμ’ ὁ ἀπαρνητὴς τοῦ Κάτι.
− Ἀεροπέρνα ἀκαβαλλίκευτο
τῆς ἐρμιᾶς ἀδάμαστο ἄτι!
Τῆς βλαστήμιας τἀστραπόβροντο
ἀπ’ τὰ μάτια μου ποτὲ
κι’ ἀπ’ τὰ χείλια μου δὲν ξέσπασε
πρὸς ἐσένα, ὅποιε, θεέ!
Οὔτε μιᾶς στιγμῆς δὲ γνώρισα
γιὰ σὲ πόθο, φόβο, ὀργή·
ποιὸς χτυπάει τὸ δὲ στοχάζεται
καὶ ποιὸς τρέμει τὸ δὲ ζῇ;
Τόσο νὰ καρφώσω πρὸς ἐσὲ
δύναμαι τὸ στοχασμό,
ὅσο δύναμαι τὴ θάλασσα
πεζοδρόμος νὰ διαβῶ.
Μήτε πρόσπεσα στὸν ἴσκιο σου,
καὶ γιὰ νὰ σοῦ δεηθῶ
γὼ δὲ δέθηκα τρεμάμενος
μὲ κανέναν οὐρανό.
Καὶ στὴ γλῶσσα ποὺ τὴ μίλησα
καὶ − ποῦ; πότε; πῶς; − τὴν πῆρα
καὶ τὴ φύλαξα σὰ λείψανο
ξεσκισμένο ἀπὸ πορφύρα,
καὶ στὴ γλῶσσα ποὺ ξανάϋφανα
μ’ ὅλα ποὺ ἔχω θησαυρίσει
τὰ χρυσόλογα χιλιόλογα
ἀπ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
μιὰ πλανεύτρα λέξη ἀγρίκητη
μιὰ εἶναι μόνο· ἡ προσευχή!
Ὦ ναοί, προφῆτες, ναοί!
Ἀπὸ σᾶς μακριὰ ὅπου πάτησα,
μὲ τὸ πάτημά μου ἐφάνη
τὸ γραμμένο μαγιοβότανο,
τὸ μελλόμενο βοτάνι·
μὲ τὸ πάτημά μου βλάστησε
τὸ βοτάνι ποὺ λυτρώνει,
καὶ μὲ τὴ ζωή μου ὁλάνθησε,
καὶ στὴν ἔρημο φυτρώνει,
τὸ βοτάνι τῆς ἀνάστασης!
Πότε θἄρθῃ ἡ ὥρα, ἡ ὥρα
νἁπλωθῇ μέσ’ ἀπ’ τὴν ἔρημο
στὴν πολύκοσμη τὴ χώρα!
Ν’ ἀνακράξῃ ὁ κόσμος κόβοντας
τἄνθια σου τὰ νικηφόρα
κι ἀνασαίνοντας τὰ μύρα τους, −
πότε θἄρθῃ ἡ ὥρα, ἡ ὥρα!
Ὦ τὸ ὑπέρτατο τἀνάσασμα,
ὦ τὸ ἀνάκρασμα τῆς νίκης
ὕστερ’ ἀπὸ κάτεργα σκλαβιᾶς
κι ἀπὸ χρόνια καταδίκης!
Στὴν ἡμέρα ὅταν ὁ ἄνθρωπος
νέα παρθένα ροδοκάλλια
ξαναφέρῃ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο
σὰν πρωτόβγαλτα κοράλλια·
ὅταν ὁ οὐρανὸς ἀπὸ βραχνὰς
τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ φοβέρα
ἄπειρο ἀδειανὸ καὶ ἀδιάφορο
ξαναγίνῃ πέρα ὡς πέρα!
Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἂν γράφτηκε
γιὰ πολὺ νὰ σὲ προσμένῃ,
ὦ βοτάνι ἐσὺ ἀνιστόριστο,
κι’ ἐμπρὸς πάντα νὰ πηγαίνῃ
σπαταλώντας τὸ λιβάνι του
στὰ φαντάσματα τῶν ὅλων
καὶ τὴ δύναμή του λάτρισσα
στὰ ποδάρια τῶν εἰδώλων,
κι ἂν προφῆτες θέλῃ καὶ καλά,
θεῶν τρανοὺς διαλαλητάδες,
κι ἂν τεχνῖτες θέλῃ καὶ καλά,
κάθε εἰδώλου δουλευτάδες,
εἶμ’ ἐγὼ ὁ προφήτης, εἶμ’ ἐγώ,
κι ἦρθα γιὰ νὰ διαλαλήσω
βασιλιὰ θεὸ τὸ Τίποτε
στὸν αἰῶνα ἐμπρὸς καὶ πίσω.
Χωρὶς ἔχτρα, χωρὶς ἔρωτα
ὁ τεχνίτης ἦρθα ἐδῶ
γιὰ τῶν ψευτονείρων σου, ἄνθρωπε,
τὸ ναὸ νὰ πλάσω ἐγὼ
τέρας ἄγαλμα τὸ Τίποτε
μ’ ὅλες τὶς θρησκεῖες τῆς πλάσης,
τέρας γιὰ νὰ φοβηθῇς
καὶ μαζὶ γιὰ νὰ γελάσῃς!