Ἀρχεῖο ἐτικεττῶν | Ζαντέ

Δέδυκε μὲν ἀ

τῆς Σαπφοῦς

Δέδυκε μὲν ἀ Σελάννα καὶ Πληίαδες,

μέσαι δὲ νύκτες, παρὰ δ’ ἔρχεται ὤρα,

ἔγω δὲ μόνα κατεύδω.

___

Απόδοση του Κορνήλιου Καστοριάδη

Η Σελήνη και οι Πλειάδες έδυσαν,

είναι μεσάνυχτα·

εποχή, ώρα, νιότη παρέρχονται

κι εγώ κοιμάμαι μόνη.


___

Απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη

Γρήγορα η ώρα πέρασε, μεσάνυχτα κοντεύουν,

πάει το φεγγάρι, πάει και η Πούλια, βασιλέψανε

και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη κι έρημη.

Ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει, ο Έρωτας

που παραμύθια πλάθει άρπαξε την ψυχή μου

και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας απ’ τα βουνά

χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.

____

Απόδοση του Παύλου Νιρβάνα

Πίσω απ’ τον λόφο έγειρεν ερωτικά η Σελήνη,

έσβησε η πούλια στον γλαυκό της Λέσβος ελαιώνα,

και τα γλυκά μεσάνυχτα στρώνουνε γάμου κλίνη…

Ω σαπφικό παράπονον: «Εγώ καθεύδω μόνα». 


___

Απόδοση της Αγγελικής Ζαντέ

Έδυσε η Σελήνη

κι οι Πλειάδες έδυσαν κι αυτές,

μεσάνυχτα,

παρήλθ΄η ώρα,

κι όμως εγώ

πλαγιάζω έρμη και μοναχή.

 

Ἐλπὶς ἐν ἀνθρώποισι

pandora

Θέογνις ὁ Μεγαρεύς

Ἐλπὶς ἐν ἀνθρώποισι μόνη θεὸς ἐσθλὴ ἔνεστιν͵
ἄλλοι δ΄ Οὔλυμπόν<δ΄> ἐκπρολιπόντες ἔβαν·
ὤιχετο μὲν Πίστις͵ μεγάλη θεός͵ ὤιχετο δ΄ ἀνδρῶν
Σωφροσύνη͵ Χάριτές τ΄͵ ὦ φίλε͵ γῆν ἔλιπον·
ὅρκοι δ΄ οὐκέτι πιστοὶ ἐν ἀνθρώποισι δίκαιοι͵
οὐδὲ θεοὺς οὐδεὶς ἅζεται ἀθανάτους.
εὐσεβέων δ΄ ἀνδρῶν γένος ἔφθιτο͵ οὐδὲ θέμιστας
οὐκέτι γινώσκουσ΄ οὐδὲ μὲν εὐσεβίας.
ἀλλ΄ ὄφρα τις ζώει καὶ ὁρᾶι φῶς ἠελίοιο͵
εὐσεβέων περὶ θεοὺς Ἐλπίδα προσμενέτω·
εὐχέσθω δὲ θεοῖσι͵ καὶ ἀγλαὰ μηρία καίων
Ἐλπίδι τε πρώτηι καὶ πυμάτηι θυέτω.
φραζέσθω δ΄ ἀδίκων ἀνδρῶν σκολιὸν λόγον αἰεί͵
οἳ θεῶν ἀθανάτων οὐδὲν ὀπιζόμενοι
αἰὲν ἐπ΄ ἀλλοτρίοις κτεάνοις ἐπέχουσι νόημα͵
αἰσχρὰ κακοῖς ἔργοις σύμβολα θηκάμενοι.

Η Ελπίδα στους ανθρώπους

του Θέογνη, απόδοση στα νεοελληνικά Αγγελική Ζαντέ

 

Η Ελπίδα στους ανθρώπους είν΄ η μόνη καλοκάγαθη θεά·

οι άλλοι θεοί  εγκαταλείποντάς τους,  στον Όλυμπο επήγαν.

Αναχώρησε η Πίστη, μεγάλη θεά, τους ανθρώπους άφησαν

η Σωφροσύνη κι οι Xάριτες και ω! φίλε τη γη εγκατέλειψαν·

οι όρκοι τώρα πιά δεν τηρούνται,

ούτε τους αθανάτους θεούς κανείς τιμά·

των ευσεβών ανθρώπων χάθηκε το γένος, ούτε τους νόμους

κανείς δεν αναγνωρίζει ούτε την ευσέβεια.

Αλλά όσο ζει κανείς και το φως του ήλιου βλέπει

αν είναι θεοσεβούμενος  ας προσμένει την Ελπίδα,

ας προσεύχεται στους θεούς καίγοντας αστραφτερά μηριά

τιμώντας  πρώτη και τελευταία την Ελπίδα.

Ας προσέχει πάντα τα ανέντιμα λόγια των αδίκων,

που καθόλου δεν λογαριάζουν τους αθάνατους θεούς

και πάντα αποβλέπουν σ΄ αλλότρια αγαθά

και με έργα κακόβουλα προωθούν τα αισχρά σχέδιά τους.

Οι Πεισθέταιροι

της Αγγελικής Ζαντέ

%cf%80%ce%b5%ce%b9%cf%83%ce%b8%ce%ad%cf%84%ce%b1%ce%b9%cf%81%ce%bf%ce%b9

Ιδού τα Διονύσια

με τους Πεισθέταιρους

χωρίς φτερά.

Ο Τσαλαπετεινός από νωρίς

είναι φευγάτος.

Ο Ευελπίδης αν γέλαγε,

το χάχανο του κόπηκε στη μέση.

Ε! Η αντιπροσωπεία  έφτασε,

όμως ο Ηρακλής αποκοιμήθηκε,

ο Ποσειδώνας  αναχώρησε για τον ωκεανό

κι ο Τριβαλλός ξεκοκκαλίζει ακόμα το γουρούνι.

Αποφασίστηκε κρυφά:

οι γάμοι δεν θα γίνουν.

Η νεαρή θεά που όρνιθες εκτρέφει

άραγε να το ξέρει;

 

 

 

Η Πάπισσα Ιωάννα

της Αγγελικής Ζαντέ

Πάπισσα Ιωάννα

Η τρύπια έδρα είναι

στην όραση και την αφή των εκλογέων

πιστό τεκμήριο του Ανδρισμού

γιατί οι ψηλαφούντες τον “Νέον Πάπα”

αναφωνούν εκ της Τιβί,

μ΄ανάλογες διαφημίσεις,

αναγραφές σε τοίχους κι ιερά τιτιβίσματα:

“ΕΧΕΙ”

—————-

Για την κοπρανικήν και

σήμερα μιλούν την ίδια γλώσσα

με το θεόμεμπτο έργο τους

οι κόπροι του Αυγείου

στο θέατρο σκιών του παραλόγου,

καθώς η κυρά Μάρω πλένει σαράντα δύσοσμα σώβρακα.

—————-

Τότε βγαίνει ο Καραγκιόζης απ΄την παράγκα του

κι αναφωνεί:

“Κυρίες μου,

ΣΥΓΝΩΜΗ…αλλά

ανά τους αιώνες

καταχραστήκαμε την Μεγαλοσύνη σας”.

Α! Τι λάθος!

Για κοίτα!

Η Αγλαΐα είναι

η γυναίκα του,

που ντύθηκε τα κουρέλια του

μη και την αφουγκραστούνε

οι κοπρίτες

The Papess Joanne

Νεφελοκοκκυγία

σταχτόχηνες  από natura graeca

της  Αγγελικής Ζαντέ

Σταχτόχηνες γαλαζωπές πετούν,

λευκοί νάρκισσοι μυροβολούν

κι ο Γεροβαρνούντας σαν

όραμα κοιτά και ξανακοιτά.

Ν’αναρωτιέται πού

είναι η κατοικία των πουλιών;

Πού τα φτερά

τους πάνε;

Χρυσές οι πολυθρόνες τους;

Διαμάντια στα όνειρά τους;

_________

Φτωχός, ξεβράκωτος ο τσιμεντένιος στρατιώτης

βούτηξε στην θάλασσα

κι η γοργόνα -πόοοσο όμορφη – πνίγηκε

στα βοθρολύματα.

Κάποιοι σκοτώνονται στα μαρμαρένια αλώνια

του βασιλιά καρνάβαλου.

_________

Τότε η Κασσία εμφανίζεται στο αλαλάζον πλήθος

και  ανακοινώνει:

«Ὡς ἂρα δι’ ἀνθρώπου ἐρρύη τὰ φαῦλα,

ἀλλά καὶ δι’ ἀνθρώπου πηγάζει τά κρείττω».

Η οθόνη της τηλεόρασης μαυρίζει

κι ο άνθρωπος εξαφανίζεται από την γη.

That’s all folks!

Hope

by Angela Zante

 

the deaf fish

 

Soul in dispersion

collects the sun,

its warmed eye rises

carring hopes.

the hopes are given

to the undeads

being crowded on the life-dock.

————

Whose row is first?

Why?

————

A voice is coming…:

“Strongly hold the Hope,

only feed the fishes.

AND you’ll be happy again!”

Dilek Doğan

της Αγγελικής Ζαντέ

dilekdogan

Χτενίζω τα όμορφα

μαύρα μαλλιά μου,

τι ωραία που ΄ναι

η ζωή στα 25,

τι ωραίο το σπίτι μου,

τι καθαρό!

Κανέναν δεν θ’αφήσω

να μου το λερώσει,

κανέναν με τις μπότες του

να μπει.

——

Χαρίζω σε σας το χαμόγελό μου

και μιά καθάρια,

λέφτερη ματιά.

Τι κρίμα για τον άνανδρο

που με μιά σφαίρα μ’ έκανε

αθάνατη!

Ο σπαραγμός για την νεαρή Αντίβια

της Ανύτης, νεοελληνική απόδοση Αγγελικής Ζαντέ

red-lily2

Οδύρομαι για την νεαρή Αντίβια, γι΄αυτήν πολλοί

σαν μέλλοντες γαμπροί έφθασαν στο σπίτι του πατέρα της

θαυμάζοντας την σύνεση και την ομορφιά της, αλλά πάνω απ΄όλες

τις ελπίδες το μέλλον κύλισ΄ η ολέθρια η Μοίρα.

Παρθένον Ἀντιβίαν κατοδύρομαι

τῆς Ἀνύτης

——-

Παρθένον Ἀντιβίαν κατοδύρομαι, ἇς ἐπὶ πολλοί

νυμφίοι ἱέμενοι πατρὸς ἵκοντο δόμον

κάλλευς καὶ πινυτᾶτος ἀνὰ κλέος· ἀλλ’ ἐπὶπάντων

ἐλπίδας οὐλομένα Μοῖρ’ ἐκύλισε πρόσω.

 

Ἐννέα Μοῦσαι γαῖα τέκεν

τοῦ Αντιπάτρου τοῦ Θεσσαλονικέως

Nine Muses

Τάσδε θεογλώσσους Ἑλικὼν ἔθρεψε γυναῖκας
ὕμνοις, καὶ Μακεδὼν Πιερίας σκόπελος,
Πρήξιλλαν, Μοιρώ, Ἀνύτης στόμα, θῆλυν Ὅμηρον,
Λεσβιάδων Σαπφὼ κόσμον ἐυπλοκάμων,
Ἤρινναν, Τελέσιλλαν ἀγακλέα, καὶ σέ, Κόριννα,
θοῦριν Ἀθηναίης ἀσπίδα μελψαμέναν,
Νοσσίδα θηλύγλωσσον, ἰδὲ γλυκυαχέα Μύρτιν,
πάσας ἀενάων ἐργάτιδας σελίδων.
Ἐννέα μὲν Μούσας μέγας Οὐρανός, ἐννέα δ᾽ αὐτὰς
γαῖα τέκεν, θνατοῖς ἄφθιτον εὐφροσύναν.

Εννέα Μούσες γέννησε η γη

του Αντίπατρου του Θεσσαλονικιού, νεοελληνική απόδοση Αγγελικής Ζαντέ

——–

Τέτοιες γυναίκες μ’ αθάνατη λαλιά, με ύμνους,

ανέθρεψε ο Ελικώνας κι η Μακεδονική της Πιερίας η κορφή,

την Πράξιλλα, την Μοιρώ,το στόμα της Ανύτης, γυναίκας σαν τον Όμηρο,

την Σαπφώ το κόσμημα των καλοχτενισμένων της Λέσβου γυναικών,

την Ήριννα, την ένδοξη Τελέσιλλα, κι εσέ την Κόριννα,

που τραγούδησες με την άρπα σου για την πολεμική της Αθηνάς ασπίδα,

την Νοσσίδα φωνή των γυναικών, να κι η Μύρτιδα που ηχεί γλυκά,

όλες εργάτριες αέναων σελίδων.

Εννέα οι Μούσες του Μέγα ουρανού, κι εννέα οι Μούσες που η γη τις γέννησε

(χαρίζοντας) στους θνητούς άφθαρτη ευφροσύνη.

Aylan Kurdi

της Αγγελικής Ζαντέ

medusa

Η απανθρωπότητα συνάντησε

την Μέδουσα και πέτρωσε.

2015 άφτερα πουλιά

κοκκάλωσαν στον ουρανό.

που΄ναι ο ήλιος,

που΄ναι η θάλασσα,

που΄ναι ο αέρας;

—–

Τα κοινωνικά δίκτυα απέστειλαν

στο έρεβος ανύπαρκτα δάκρυα.

Οι σκιτσογράφοι έφαγαν τα μολύβια τους

και κρώζουν απ΄τον πόνο.

που΄σαι Aylan;

που΄ναι η μάνα σου;

που΄σαι μωρό μου;

Θάνατος στα ελληνικά πετρέλαια ή τα παιδιά του Ζεβεδαίου

της Αγγελικής Ζαντέ, στη μνήμη των δύο εργατών των Ελληνικών Πετρελαίων

ippeus

Το άφθαρτο του μαύρου

έγνεψε μιά φορά

κι ο Δευτεραίος των Ζεβεδαίων

κάθησε  δεξιά του Χριστού.

Ο επόμενος δεν περίμενε,

κάθησε αριστερά.

Ο θάνατος στόλισε

τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Προσοχή! Τώρα εκδίδονται οι αρλεκίνοι,

με ανακοινώσεις για το μοιραίο καμίνι.

Στην Αχερουσία λίμνη του κέρδους

ο βαρκάρης περιμένει

τα υπόλοιπα παιδιά,

τα παιδιά του Ζεβεδαίου.

To the painter. To Natassa.

by Angela Zante

painter natassa zontanou sentimental breeze

Change colours in April’s breeze,

leave blue moments in sentimental freeze.

Laugh is not in the picture, or anyone else.

Just a lifebuoy’s protecting the unspoiled scene.

Παρωδία σε ομηρικό εξάμετρο

της Αγγελικής Ζαντέ

του Εύβοιου του ιαμβοποιού,

τον σαρκασμό ακούω;

είναι σ΄ομηρικό εξάμετρο

ή χάθηκε για μας το μέτρο;

σαρκάζει το πολίτευμα

γελά με τις σπονδές μας.

είν΄ αμφιδέξιος ποιητής,

και παρωδός μεγάλος!

για τη δημόσια βουλή

σαρκάζει παρά θιν’ άλος.

τον άρτον τον εν οίκοις

οι Αθηναίοι έφαγαν,

φίλια κράτη

πολεμώντας.

Γι΄αυτούς ο ποιητής εσάρκασε,

κι έντονα τούς ειρωνευόταν.

Μούσα μου Ευρυμεδοντιάδεα

πες μου:

ο χλευασμός στο βδελυρό

μη σήμερα ισχύει;

Μέμφομαι Μυρτίδα

της Κόριννας

Μέμφομαι δε
και λιγυρά Μυρτίδ’ ιώνγα,
όντι βανά φύσ’ έβα
Πινδάροιο ποτ’ έριν.

της Κόριννας, νεοελληνική απόδοση Αγγελικής Ζαντέ

Κατηγορώ την  καλλίφωνη

την Μύρτιδα,

γιατί ενώ γυναίκα είναι

 τον Πίνδαρο  κάποτε ανταγωνιζόταν.

Ματρί Θεῶν

τῆς ΤελέσιλλαςΤελέσιλλα

Ὧ Μνημόσυνας κόραι

Δευρ’ ἔλθετε ἀπ’ ὠρανῷ

καὶ μοὶ συναείσατε

τὰν ματέρα τῶν θεῶν,

ὡς ἧλε πλανωμένα

κατ’ ὤρεα και νάπας

σύρουσα ἀβρόταν κόμαν,

κατωρημένα φρένας.

Ὁ Ζεύς δ’ ἐσιδών ἄναξ

τάν Ματέρα τῶν θεῶν,

κεραυνόν ἔβαλλε καί

τά τύμπαν’ ἐλάμβανε,

πέτρας διέρρησε καί

τά τύμπαν’ ἐλάμβανε

Μάτηρ, ἄπιθ’ εἰς θεούς,

καί μή κατ’ ὄρη πλανῶ,

μή σέ χαροποί λέον-

τες ή πολιοί λύκοι

[έδωσι πλανωμέναν.]

καί οὐκ ἄπειμι εἰς θεούς,

ἄν μή τά μέρη λάβω,

τό μέν ἥμισυ οὐρανῷ,

τό δέ ἥμισυ Γαίας,

πόντω τό τρίτον μέρος˙

χούτως ἀπελεύσομαι,

χαῖρ’ ὦ μεγάλα άνασα

Μάτερ Ὀλύμπῳ.  

Στη Μητέρα των Θεών

της Τελέσιλλας, νεοελληνική απόδοση Αγγελικής Ζαντέ

Ω κόρες της Μνημοσύνης

ας έλθετε προς τα δω απ’ τον ουρανό

κι ας τραγουδήσετε μαζί μου

την μητέρα των θεών,

πως ήρθε περιπλανώμενη

στα όρη και στις πηγές

σύρουσα λαμπρή κόμη,

σαγηνευμενη απ΄τα βουνά.

Ο βασιλιάς ο Ζευς σαν είδε

την μητέρα των θεών

έριξε κεραυνό και

πήρε τα τύμπανα,

έσπασε τα βράχια

και πήρε τα τύμπανα.

Μητέρα, πήγαινε στους θεούς

και μη περιπλανιέσαι στα όρη,

μη και σε φαν οι άγριοι λέοντες

κι οι γκρίζοι λύκοι.

Δεν θα πάω στους θεούς

αν δεν πάρω μερίδια,

το μισό απ’ τον ουρανό,

τ’ άλλο μισό απ’ τη γη,

το τρίτο μέρος απ’ τον πόντο,

κι έτσι θ’ αποχωρήσω.

Χαίρε, μεγάλη βασίλισσα,

Μητέρα του Ολύμπου.

        

Θα ρωτήσω τον μικρό πρίγκιπα του Σαιντ-Εξυπερύ

της Αθήνας Ε. Ιλιάδη le petit prince

Βρέθηκα στον πλανήτη
όπου ότι φυτρώνει είναι από κόμμα χωρίς θαυμαστικό,
Αυτός που σε φτύνει
σε κατηγορεί ότι τον έφτυσες,
Αυτός που καταπάτησε τη σαθρή ιεραρχία
σε κατηγορεί ότι την καταπάτησες,
Είμαι στον πλανήτη του παράλογου
με λάθος όπλα: τη λογική και το συναίσθημα.

Ο μικρός πρίγκιπας που είναι;

Εδώ όταν βρέχει,
βρέχει έγγραφα…
κι οι απαντήσεις
είν’εξαρτημένες…
όλα είν’εξαρτημένα.
Αυτοί που εργάζονται σκληρά,
όλη μέρα φλυαρούν.
Τιμητικοί τίτλοι δίνονται στους άξεστους
κι ότι πολύτιμο πετιέται.

Ο μικρός πρίγκιπας που είναι;

Η παλίρροια ανεβαίνει
κι εμένα μ’έβαλαν σε μια μπάντα
μ’έναν μουσικό να τραγουδά παράφωνα:
♫ είμαι κλητήρας-φωτοτύπης-υπάλληλος και προϊστάμενος ♫
Οι δυνάμεις μου όμως τελειώνουν και σύντομα θ’ αποχωρήσω.

Ο μικρός πρίγκιπας που είναι;

toDay I’ll eAt i scream

by Angela ZanteThe_Scream

400 extinguished voices and
80 blown out breaths
times 5 with a woman ‘n’ kids
is equal to 2400 cropped souls
plus 1500
times 15millions

Hades is eating ice scream,
sitting on the dock margin and
waiting for the rest

Who has the money to pay him the ride?

Drones, frogs and locusts

By Kostis Palamas, translated by Angela Zantekostis palamas

Drones, frogs and locusts.
Mighty, politicians, literates,
inside neglected newspapers,

a multitude of ignorants and crabbies,
each of them unworthy groans your name
as a sign of a blind beat.

And your gait always
to the belfry, to climb it;
and you’re climbing; widths around you,

a dropout world in your feet.
thou, even if not dousing divine with manna

– the greatest enlivener –

signify to the world
a new religion with a new bell.

 

Οι κηφήνες, οι βάτραχοι κι οι ακρίδες.

του Παλαμά, Σατιρικά Γυμνάσματα

Οι κηφήνες, οι βάτραχοι κι οι ακρίδες.
Τρανοί, πολιτικοί, γραμματισμένοι,
στις αφρόντιστες μέσα εφημερίδες,

ένα πλήθος ανίδεοι και στριμμένοι,
καθένας τους ανάξια τ’ όνομά σου
σημάδι μιας τυφλής χτυπιάς το στένει.

Κι εσένα πάντα το περπάτημά σου
προς το καμπαναριό, να τ’ ανεβείς·
κι ανεβαίνεις· τα πλάτια ολόγυρά σου,

στα πόδια σου ένας κόσμος αρνητής.
Του κόσμου, κι αν το θείο δε βρέχεις μάννα,
σημαίνεις –πιο τρανός ζωντανευτής–

μια καινούργια θρησκεία με νέα καμπάνα.

Tων αδελφών

της Σαπφούς, νεοευρεθέν ποιήμα, απόδοση Αγγελικής Ζαντέ  Greek-Sappho-papyrus

 

μα όλο θρυλείτε ότι ο Χάραξος έχει έλθη
μ’ολόγιομο το πλοίο,
ενώ ο Δίας κι όλοι οι θεοί γνωρίζουν
ότι δεν πρέπει να βασίζεστε σε τέτοιες εικασίες
——
αλλά εμένα πέμψε να
θερμοπαρακαλέσω με προσφορές πολλές την βασίλισσα Ήρα
ώστε ο Χάραξος να φτάσει εδώ
μ’ ανέπαφο το πλοίο,
——
και να μας εύρη ασφαλείς, για τ’ άλλα
ας τ’ αποθέσουμε όλα στους δαίμονες
γιατί η μάνητα πάντ’ ακολουθεί
του πελάγου τη γαλήνη.

—–

κι όσων την μοίρα επιθυμεί
ο βασιλεύς του Ολύμπου
την κακότυχη να ανατρέψει,
εκείνοι γίνονται μακάριοι κι ευλογημένοι
—–

κι εμείς, αν ποτέ ο κουφιοκέφαλος
Λάριχος άντρας γίνει,
από μεγάλη βαρυθυμιά
θ’απαλλαγούμε.

Τῶν ἀδελφῶν
τῆς Σαπφοῦς,

ἀλλ’ ἄϊ θρύληϲθα Χάραξον ἔλθην
νᾶϊ ϲὺµ πλέαι τὰ µέν̣, οἴο̣µα̣ι, Ζεῦϲ
οἶδε ϲύµπαντέϲ τε θέοι ϲὲ δ’̣ οὐ χρῆ
ταῦτα νόειϲθαι,
ἀλλὰ καὶ πέµπην ἔµε καὶ
πόλλα λί̣ϲϲεϲθαι̣ βαϲί̣λ̣η̣αν Ἤ̣ραν
ἐξίκεϲθαι τυίδε ϲάαν ἄγοντα
νᾶα Χάραξον,
κἄµµ’ ἐπεύρην ἀρτ̣έ̣µεαϲ τὰ δ’ ἄλλα
πάντα δαιµόνεϲϲ̣ιν ἐπι̣τ̣ρόπωµεν
εὐδίαι̣ γ̣ὰρ̣ ἐκ µεγάλαν ἀήτα̣ν̣
αἶψα πέ̣λ̣ο̣νται

τῶν κε βόλληται βαϲίλευϲ Ὀλύµπω
δαίµον’ ἐκ πόνων ἐπάρ{η}`ω΄γον ἤδη
περτρόπην, κῆνοι µ̣άκαρεϲ πέλονται
καὶ πολύολβοι

κ̣ἄµµεϲ, αἴ κε τὰν κεφάλα̣ν ἀέργ̣η
Λάρι̣χοϲ καὶ δήποτ’ ἄνη̣ρ γένηται,
καὶ µάλ’ ἐκ πόλλ{η}`αν΄ βαρ̣υθύ̣µιάν̣ κεν αἶψα λύθειµεν.

The Brothers Poem
By Sappho,
translated by Christopher Pelling

Oh, not again – ‘Charaxus has arrived!
His ship was full!’ Well, that’s for Zeus
And all the other gods to know.
Don’t think of that,
But tell me, ‘go and pour out many prayers
To Hera, and beseech the queen
That he should bring his ship back home
Safely to port,
And find us sound and healthy.’ For the rest,
Let’s simply leave it to the gods:
Great stormy blasts go by and soon
Give way to calm.
Sometimes a helper comes, if that’s
The way Zeus wills, and guides a person round
To safety: and then blessedness and wealth
Become one’s lot.
And us? If Larichus would raise his head,
If only he might one day be a man,
The deep and dreary draggings of our soul
We’d lift to joy.

Ι fratelli
di Saffo
trad. isometra di Daniele Ventre

Sempre vai dicendo “Carasso torna
con la nave piena” ma questo credo
Zeus lo sa, con tutti gli dèi: non serve
che tu ci pensi,
ma che mi congedi e mi esorti invece
a far molte suppliche ad Era augusta
che Carasso torni e riporti indietro
salva la nave,
e ritrovi salve noi pure: il resto
tutto quanto si affiderà agli dèi;
sì, poiché d’un tratto a una gran tempesta
segue il bel tempo:
quelli a cui il sovrano d’Olimpo voglia
dopo le fatiche mandare un dio
a difesa, ricchi di molti beni
sono e beati.
Anche noi, se mai di pensiero muti
Larico e alla fine diventi uomo,
subito dal cuore un enorme peso
ci toglieremo.

Los hermanos
de Safo
traducción de Luciano Sabattini.

Te la pasas machacando que Caraxo vendrá
Con una nave llena. Esas cosas, creo, Zeus
Y todos los dioses juntos las saben: no hace falta
Que pienses en ellas.

En lugar de eso, deberías enviarme a mí
Para que implore mucho a la reina Hera
Que Caraxo regrese guiando
Tu nave,

Y que nos encuentre sanos y salvos. Todas las otras
Cosas, confiésemoslas a los dioses:
Pues de una gran tormenta vienen al punto
buenos tiempos.

Si quiere el rey del Olimpo
Que un dios auxiliador los libre ya
de los dolores, aquellos llegarán felices
y muy ricos.

Y en caso de que Larico, algún día,
Se volviera hombre ocioso,
Nos libraríamos al punto
De tanta aflicción.

 

βαμμένα κόκκινα νύχια

της Αθήνας Ε. Ιλιάδη the-fall-of-false-revolution-carlos-solis

μελαγχολώ στην ανυπαρξία του ανθρώπινου συναισθήματος όπως αντικατοπτρίζεται στα μακραίωνα αρρενωπά βαμμένα κόκκινα τραχιά νύχια της εξουσίας,

μελαγχολώ κοιτάζοντας το σκατωμένο μέτωπο του λευκού ανθρώπου, που γυρίζει τρεκλίζοντας, διαλαλώντας τάχα την αλήθεια.

μελαγχολώ κι ανθίσταμαι στην επιβεβλημένη απανθρωπιά, τυλιγμένη στους στρεβλούς αρχΕωαιλοινηκούς πΕάναις,  και  φορεμένη σα γαλανόλευκο καταματωμένο σώβρακο βλακῳδους αγραμματοσοἷνις, δολοφωνικου υπερπατριωτισμῶ που καπιλεύεται την ανέχεια του ανενημέρωτου κόσμου, ενώ ταυτόχρονα ερωτοτροπεί παράφορα με φτωχές στολές και υψηλές τραπεζικές επιταγές για τον πολλαπλασιασμό της κόπρου του Αυγείου.

μελαγχολώ όταν οι  αυτόκλητοι “ρομπέν των δασών” δολοφονούν  με τα ματοβαμμένα ρούχα του βασιλιά καρνάβαλου.